- αλεκτρυών
- (-όνος), αλέκτωρ (-ορός) ο петух
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἁλεκτρυών — ἀλεκτρυών , ἀλεκτρυών cock masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεκτρυών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεκτρυών — cock masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεκτρυών — Μυθολογικό πρόσωπο Ο Α. ήταν νεαρός φίλος του Άρη, ο οποίος, κάθε φορά που ο θεός του πολέμου συναντιόταν με την Αφροδίτη, καθόταν φρουρός έξω από το δωμάτιο για να τους προειδοποιεί όταν έβγαινε ο ήλιος. Μια νύχτα, όμως, ο Α. αποκοιμήθηκε και ο… … Dictionary of Greek
κἀλεκτρυών — Ἀλεκτρυών , Ἀλεκτρυών masc nom/voc sg ἀλεκτρυών , ἀλεκτρυών cock masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'λεκτρυών — ἀλεκτρυών , ἀλεκτρυών cock masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεκτρυόνα — Ἀλεκτρυών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεκτρυόνα — ἀλεκτρυών cock masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεκτρυόνας — Ἀλεκτρυών masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεκτρυόνας — ἀλεκτρυών cock masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεκτρυόνε — Ἀλεκτρυών masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)